07

 

 ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΣ Ο κ. Κ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ

 

Σε άρθρο του στην έκδοση της εφημερίδας ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ της Κυριακής, 3 του Γενάρη, 2016, ο κ. Κωνσταντίνος Χριστοφίδης που, όπως διευκρινίζεται και στην κατάληξη του κειμένου του, είναι Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου, επανέρχεται για να πλήξει και πάλι το δημόσιο σχολείο, το εκπαιδευτικό σύστημα, τις εκπαιδευτικές Αρχές αλλά και, προπάντων, τα οργανωμένα σύνολα των εκπαιδευτικών στον τόπο μας. Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Χριστοφίδης στρέφει τα βέλη του προς αυτή την κατεύθυνση, χωρίς ποτέ να έχει διαπιστώσει οτιδήποτε θετικό στο έργο ή και στο ρόλο που επιτελούν οι πιο πάνω φορείς της Εκπαίδευσης, γι’ αυτό και, δικαιολογημένα, τα λεγόμενά του δεν θα έπρεπε, ίσως, να προκαλούν απαραίτητα τις αντιδράσεις μας.
Σεβόμενοι εντούτοις τον θεσμό που ο κ. Χριστοφίδης εκπροσωπεί, έστω κι αν αυτός, με τον τρόπο που δημοσιεύεται το άρθρο του, δεν φαίνεται να εκφράζεται επίσημα, αλλά και γιατί δεν θα θέλαμε η κοινή γνώμη να θεωρήσει πως δεν έχουμε τίποτε να αντιπαραβάλουμε στους ισχυρισμούς του κ. Χριστοφίδη, είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα :
  • Ο κ. Χριστοφίδης κάμνει αναφορά στην έρευνα / μελέτη του διεθνούς Προγράμματος PISA για την περίοδο 2009 – 2012 και παρουσιάζει στοιχεία και δεδομένα που, κατά την άποψη του, δείχνουν τη χώρα μας να υστερεί σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα έναντι άλλων χωρών, ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκόπιμα, ο κ. Χριστοφίδης παραβλέπει τους δείκτες και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την κατάληξη στα ισχυριζόμενα αποτελέσματα, οι οποίοι και είναι γνωστό πως, από την αρχή, θέτουν τη χώρα μας σε μειονεκτική θέση. Ο τρόπος που αυτός επικαλείται τα συγκεκριμένα στοιχεία καθιστά σαφές ότι αποσκοπεί στο να παρουσιάσει την ύπαρξη προβλήματος, ώστε να μπορέσει να το εκμεταλλευτεί για να κτίσει πάνω σ’ αυτό και να προχωρήσει στον καταμερισμό ευθυνών σε άλλους.
  • Μιλά για αποκαρδιωτικά αποτελέσματα ο κ. Χριστοφίδης, για να ζητήσει μια «ολική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», τη στιγμή που, τα τελευταία χρόνια, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν φαινόμενο που επαναλαμβάνεται χωρίς τελειωμό, χωρίς ο ίδιος, νομιμοποιούμενος φύσει και θέσει ως ο Πρύτανης του κρατικού Πανεπιστημίου του τόπου, να παρέμβει και να υποβάλει εμπεριστατωμένη πρόταση για τον σκοπό αυτό, ανάλογη με εκείνες που «θα ήθελε να δει από τα επίσημα όργανα των εκπαιδευτικών».
  • Την ίδια ώρα που αναμένει προτάσεις από τις συνδικαλιστικές Οργανώσεις, ο κ. Χριστοφίδης δεν θέλει, αμφισβητώντας τον θεσμικό τους ρόλο, την εμπλοκή των συνδικαλιστικών Οργανώσεων σε οποιαδήποτε προσπάθεια για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, γιατί θεωρεί πως αυτές «έχουν συμφέροντα που ενδεχομένως συγκρούονται με κάποιες από τις προτάσεις» εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης. Ας αποφασίσει, επιτέλους, τι θέλει ο κ. Χριστοφίδης. Έχουν δικαίωμα οι συλλογικές εκφράσεις των εκπαιδευτικών να μετέχουν στον κοινωνικό διάλογο για τα θέματα παιδείας; Ναι ή όχι, ας το πει καθαρά. Γιατί, ενδεχομένως, το «λαμπρό παράδειγμα» της Σαγκάης-Κίνας να οφείλεται ακριβώς στον αποκλεισμό των εκπαιδευτικών από τον διάλογο για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ενδεχομένως να είναι σωστό να τονίζουμε, σε βάρος άλλων, τα πλεονεκτήματα καθεστώτων που δεν φημίζονται για τη δημοκρατικότητά τους, επιτυγχάνουν όμως στόχους παρόμοιους με αυτούς που ο κ. Χριστοφίδης μεγιστοποιεί μέσα από τον τρόπο που τους παρουσιάζει. Ας καταλήξει, λοιπόν, ο κ. Χριστοφίδης.
  • Όμως, δεν ήταν αρκετό για τον κ. Χριστοφίδη να περιοριστεί στα πλαίσια εκείνα που, λίγο ως πολύ, ως Πρύτανης του κρατικού Πανεπιστημίου, νομιμοποιείται να σχολιάζει, να κρίνει και να κατακρίνει. Αντίθετα, αυτός προχωρεί να ελέγξει και τον τρόπο λειτουργίας και δομής των υπηρεσιών του ΥΠΠ (θέσεις αποσπάσεων), καθώς και εκείνον της παροχής διευκολύνσεων προς τους αξιωματούχους των εκπαιδευτικών Οργανώσεων για τους σκοπούς της ενάσκησης του συνδικαλιστικού τους ρόλου. Σ’ ό,τι αφορά το τελευταίο, έχει, άραγε, ενημερωθεί ο κ. Χριστοφίδης για τις πρόνοιες των διεθνών Συμβάσεων Εργασίας, που επικυρώθηκαν κι από την Κύπρο, καθώς και των Συστάσεων του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας και της OYNESCO, που αναφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα; Γιατί μόνο η άγνοια θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη στάση του στο συγκεκριμένο ζήτημα. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αυτή δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι καθορίζεται από εμπάθεια.
  • Ακόμη, ο κ. Χριστοφίδης θέλει να «αξιοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο» τις γνώσεις και τις δεξιότητες των εκπαιδευτικών και «να αποβάλει από το σύστημα» εκείνους τους εκπαιδευτικούς που δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν τα παιδιά. Μα, η τέτοια αξιοποίηση των εκπαιδευτικών έχει ανατεθεί, κ. Χριστοφίδη, στο Π.Ι.Κ., μέσα από το αντίστοιχο Πρόγραμμα Επαγγελματικής Μάθησης των εκπαιδευτικών και διερωτόμαστε τί άλλο είναι δυνατό να εννοείτε σχετικά. Σ’ ό,τι αφορά το δεύτερο ζήτημα, υπάρχουν, πάντοτε, οι πρόνοιες της Νομοθεσίας που το διέπουν, όπως υπάρχει ταυτόχρονα και ο Διεθνής Κώδικας Εργασίας μέσα από τον οποίο προβλέπονται συγκεκριμένες διαδικασίες και τρόποι εξόδου, σε τέτοιες περιπτώσεις, των εκπαιδευτικών από το επάγγελμα, όπως προβλέπονται, επίσης, και οι τρόποι αποκατάστασής τους και επιστροφής στην εργασία τους, όπου αυτό καθίσταται δυνατό. Δεν είδαμε να κάμνετε αναφορά στο κείμενό σας για το δικαίωμα των επηρεαζομένων για επαρκή διαβίωση, ούτε για την ανάγκη λήψης μέτρων που θα επιτρέψουν την αποκατάστασή τους, όπου αυτό είναι δυνατό να επιτευχθεί. Όπως δεν είδαμε να σχολιάζετε και το γεγονός ότι κάποιοι από τους εκπαιδευτικούς στους οποίους αναφέρεστε είναι πιθανό να προέρχονται από τον Κατάλογο Ειδικών Κατηγοριών, που διορίζονται, για κοινωνικούς λόγους, παρ’ όλα τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αυτοί αντιμετωπίζουν και οι οποίοι, όμως, καταβάλλουν κάθε προσπάθεια που τους επιτρέπει η αναπηρία τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους επαγγέλματός τους.
  • Ανεξάρτητα αν οι αναμασούμενες - πολιτικές, στην ουσία, και όχι επιστημονικές, όπως θα έπρεπε - απόψεις που εκφράζονται από τον κ. Χριστοφίδη, είτε υπό την προσωπική του ιδιότητα είτε από εκείνη του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου, ελαύνονται ή όχι από σκοπιμότητα, εν αμφιβολία αξιολογούν σωστά και με ακέραιο τρόπο τα αποτελέσματα της μελέτης που αυτός επικαλείται και, αναμφίβολα, δεν εδράζονται σε δημοκρατική αντίληψη για τη λειτουργία του συστήματος και των θεσμών. Το γεγονός ότι οι απόψεις αυτές εκφράζονται, έστω κι υπό την προσωπική του ιδιότητα, από τον εκπρόσωπο του θεσμού του Πανεπιστημίου Κύπρου, μας λυπεί ιδιαίτερα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΕΔ
Actions: E-mail | Permalink |